ἡμίφαυλος

Revision as of 16:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A halfknavish, Luc.Bis Acc.8.

German (Pape)

[Seite 1171] halb schlecht, Luc. bis acc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφαυλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ φαῦλος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié vaurien.
Étymologie: ἡμι-, φαῦλος.

Greek Monolingual

ἡμίφαυλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ ή από πολλές απόψεις ή ώς ένα σημείο φαύλος, ο μισοαχρείος.

Greek Monotonic

ἡμίφαυλος: -ον, φαύλος κατά το ήμισυ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίφαυλος: (ῐ) наполовину негодный Luc.

Middle Liddell

ἡμί-φαυλος, ον
half-knavish, Luc.