[ῑν], ἡ,
A midwife, IG3.134, al., J.Vit. 37, Gal.8.414, Alex.Aphr.Pr.2.64, POxy.1586.12 (iii A.D.).
ἰᾱτρίνη: ἡ, = ἰάτρια, μαῖα, Γαλην. 8. 414· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 651· ἴδε ἰάτρια.
ἰατρίνη, ἡ (Α) ιατρόςμαία.