αἰσχυνομένως
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
Adv.
A modestly, shamefacedly, D.H. 7.50.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχῡνομένως: ἐπίρρ. ἐκ τοῦ αἰσχύνω, μετ’ αἰσχύνης, Διον. Ἁλ. 7. 50.
Spanish (DGE)
adv. modesta, tímidamente D.H.7.50.
Greek Monolingual
αἰσχυνομένως (Α)
σεμνά, ντροπαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απο τη μτχ. μέσου ενεστ. του ρ. αἰσχύνω].