διαλάλησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A talking, discourse, Sch.Pi.O.7.17 (pl.).
German (Pape)
[Seite 586] ἡ, das Geplauder, Schol. Pind. O. 7, 17.
Greek (Liddell-Scott)
διαλάλησις: -εως, ἡ, ὁμιλία, ἀδολεσχία, λόγος, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 7. 17.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
conversación, comentario διαλαλήσεις χρησταί como expl. de φᾶμαι ἀγαθαί Sch.Pi.O.7.161 Böckh, cf. Porph.ad Il.322.15.