τραπεζήεις

Revision as of 23:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A of, from, or for the table, κύμβος Nic.Th.526; κύνες Opp.C. 1.473 (unless τραπεζήεσσι is dat. pl. of foreg.).

German (Pape)

[Seite 1134] εσσα, εν, vom Tische, zum Tische gehörig, Nic. Th. 526.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζήεις: εσσα, εν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τράπεζαν, κύμβος Νικ. Θηρ. 526.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τρά πεζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμ-ήεις].