τραπεζήεις
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
English (LSJ)
τραπεζήεσσα, τραπεζήεν, of the table, from the table, or for the table, κύμβος Nic. Th. 526; κύνες Opp. C. 1.473 (unless τραπεζήεσσι is dat. pl. of τραπεζεύς).
German (Pape)
[Seite 1134] εσσα, εν, vom Tische, zum Tische gehörig, Nic. Th. 526.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζήεις: εσσα, εν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τράπεζαν, κύμβος Νικ. Θηρ. 526.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τρά πεζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμήεις].