χρεμέτισμα

Revision as of 23:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A neighing, whinnying, Iamb.Bab.p.50H. (pl.): metaph., χ. γάμου προκέλευθον ἱεῖσα AP5.244 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 1370] τό, das Gewieher; auch von Menschen, Macedon. (V, 245).

Greek (Liddell-Scott)

χρεμέτισμα: τό, τὸ χρεμετίζειν, «χλιμίντρισμα»· μεταφορ., χρ. γάμου προκέλευθον ἱεῖσα Ἀνθ. Π. 5. 245· - οὕτω, χρεμέτισις, εως, ἡ, Νικήτ. Χρον. 604. 9.

Greek Monolingual

-ίσματος, το, ΝΑ χρεμετίζω
χλιμίντρισμα.

Russian (Dvoretsky)

χρεμέτισμα: ατος τό Anth. = χρεμετισμός.