ἀναριθμέομαι

Revision as of 11:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

Med.,

   A reckon up, enumerate, D.19.18.    II reconsider, Pl.Ax.372a:—Act., D.C.36.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾰριθμέομαι: μέσ., ἀπαριθμῶ, Δημ. 346. 20. ΙΙ. ἀναθεωρῶ, ἀναλογίζομαι, νυνὶ δὲ ἠρέμα κατ’ ἐμαυτὸν ἀναριθμήσομαι τὰ λεχθέντα Πλάτ. Ἀξ. 372Β. - Τὸ ἐνεργ. ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Δίωνος Κασ. (36, 18): ἂν τοὺς κινδύνους .. ἀναριθμήσητε.

Spanish (DGE)

1 recapitular (πάντα τἀληθῆ) ἐκ τῶν πρώτων ἐλπίδων D.19.18
contar a su vez τὰς στρατείας ἃς ἐστράτευμαι D.C.36.25.5.
2 medir πυροῦ ἀνηριθμημένου (ἀρτάβας) ρ PGrenf.2.23.14 (II a.C.).
3 reconsiderar τὰ λεχθέντα Pl.Ax.372a.

Greek Monotonic

ἀνᾰριθμέομαι: μέλ. -ήσομαι, Μέσ., απαριθμώ, καταμετρώ, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾰριθμέομαι:
1) пересчитывать, перечислять Dem.;
2) вновь обдумывать (τὰ λεχθέντα καθ᾽ ἑαυτόν Plat.).

Middle Liddell

Mid. to enumerate, Dem.