ἡμεροδανειστής

Revision as of 19:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who lends on daily interest, D.L.6.99, 100.

German (Pape)

[Seite 1166] ὁ, der auf einzelne Tage Geld leiht u. Zinsen nimmt, D. L,. 6, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροδᾰνειστής: -οῦ, ὁ, ὁ δανείζων ἐπὶ καθημερινῷ τόκῳ, Διογ. Λ. 6. 99, 100.

Greek Monolingual

ο (Α ἡμεροδανειστής)
αυτός που παρέχει δάνεια με ημερήσιο τόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + δανειστής (< δανείζω)].

Russian (Dvoretsky)

ἡμεροδᾰνειστής: οῦ ὁ заимодавец, взимающий проценты за каждый день в отдельности Diog. L.