δανειστής

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δανειστής Medium diacritics: δανειστής Low diacritics: δανειστής Capitals: ΔΑΝΕΙΣΤΗΣ
Transliteration A: daneistḗs Transliteration B: daneistēs Transliteration C: daneistis Beta Code: daneisth/s

English (LSJ)

δανειστοῦ, ὁ,
A money-lender or creditor, IPE12.32B84 (Olbia), LXX 4 Ki.4.1, Ev.Luc.7.41, Ph.2.284,al., Hierocl.p.57 A., POxy.68.25 (ii A.D.).
II borrower, IG12(7).67.41,68.4 (Amorg.), Plu.Sol.13.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Alolema(s): δανιστ- LXX Pr.29.13, TAM 5(1).231.11 (III d.C.)
1 prestamista o acreedor D.34.7, IEphesos 4A.37, 38 (III a.C.), LXX 4Re.4.1, IPE 12.32B.84 (Olbia III/II a.C.), Ph.2.284, I.AI 9.47, 50, 18.147, Plu.Sol.13, Luc.20, Luc.Cat.17, Eu.Luc.7.41, Artem.3.41, POxy.68.25 (II d.C.), 3741.60 (IV d.C.), PIFAO 3.54.3 (II d.C.), TAM l.c., Alciphr.1.13.1, Hierocl.Facet.50, Iust.Nou.97.3, 119.6
usurero Plaut.Epid.53, 115, Mos.537, 623, Ps.287, ψιλὸς δ. prestamista que no exige garantía hipotecaria, CPR 1.3.5 (III d.C.) en BL 1.111.
2 prestatario, deudor privado IG 22.1635.80 (IV a.C.), PGrenf.2.21.21 (II a.C.), cf. Hsch.
comisario del préstamo en representación de la ciudad IG 12(7).67.41, 68.4 (ambas Amorgos IV/III a.C.).

German (Pape)

[Seite 522] ὁ, der Geld auf Zinsen ausleiht, Gläubiger, Dem. 32, 12; Plut. Sol. 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
usurier.
Étymologie: δανείζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δανειστής -οῦ, ὁ [δανείζω] gelduitlener, geldschieter.

Russian (Dvoretsky)

δᾰνειστής: οῦ ὁ заимодавец, тж. ростовщик Dem., Plut.

English (Strong)

from δανείζω; a lender: creditor.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δανείστρια, η) (AM δανειστής, Μ δανείστρια) δανείζω
αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο
αρχ.
εκείνος που έχει δανειστεί χρήματα.

Greek Monotonic

δᾰνειστής: -οῦ, ὁ (δανείζω), αυτός που δανείζει χρήματα (ό,τι και στη Ν.Ε.), πιστωτής, σε Πλούτ., Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰνειστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρέχων χρήματα ὡς δάνειον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 84, Πλούτ. Σόλ. 15, Ν. Δ.

Middle Liddell

δανείζω
a money-lender, Plut., NTest.

Chinese

原文音譯:daneist»j 打尼士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:借貸(者)
字義溯源:債主,放利者;源自(δανείζω / δανίζω)=有息借貸);而 (δανείζω / δανίζω)出自(δάνειον / δάνιον)=貸款), (δάνειον / δάνιον)又出自(Δανιήλ)X*=禮物)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 債主(1) 路7:41