παραδιαζεύγνυμι

Revision as of 08:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A join disjunctively, ἀξίωμα παραδιεζευγμένον a subdisjunctive proposition, Gell.16.8.14, cf. Gal.Inst.Log.15, al.

German (Pape)

[Seite 476] (s. ζεύγνυμι), neben einander stellen und trennen, vgl. Gell. N. A. 16, 8.

Greek (Liddell-Scott)

παραδιαζεύγνυμι: συνδέω διαζευκτικῶς, ἀξίωμα παραδιεζευγμένον, πρότασις διαζευκτική, Gell. 16. 8.

Greek Monolingual

Α
συνδέω διαζευκτικά («ἀξίωμα παραδιεζευγμένον» — διαζευκτική πρόταση, Γέλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + διαζεύγνυμι].