ιδος, ἡ,
A with frantic glance, Orph.A.979.
λυσσῶπις: -ιδος, ἡ, ἔχουσα λυσσῶδες ὄμμα ἢ βλέμμα, Ὀρφ. Ἀργ. 977.
λυσσῶπις, -ιδος, ἡ (Α)αυτή που έχει λυσσώδες βλέμμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -ῶπις(< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. βλοσυρ-ώπις, γλαυκ-ώπις].