πλειστονίκης

Revision as of 11:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A victor in many contests, SIG 1073.3 (Olympia, ii A.D.), BSA26.167 (Sparta, ii A.D., πλιστ-), etc.

Greek (Liddell-Scott)

πλειστονίκης: [ῑ], -ου, ὁ ἀράμενος πλείστας νίκας, Συλλ. Ἐπιγρ. 1363. 17., 1364b, 9, 2813, 2935. κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

και πλιστονίκης, ὁ, Α
αυτός που νίκησε σε πάρα πολλούς αγώνες ή σε πάρα πολλά αγωνίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -νίκης (< νίκη)].