πλειστονίκης

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειστονίκης Medium diacritics: πλειστονίκης Low diacritics: πλειστονίκης Capitals: ΠΛΕΙΣΤΟΝΙΚΗΣ
Transliteration A: pleistoníkēs Transliteration B: pleistonikēs Transliteration C: pleistonikis Beta Code: pleistoni/khs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, victor in many contests, SIG 1073.3 (Olympia, ii A.D.), BSA26.167 (Sparta, ii A.D., πλιστ-), etc.

Greek (Liddell-Scott)

πλειστονίκης: [ῑ], -ου, ὁ ἀράμενος πλείστας νίκας, Συλλ. Ἐπιγρ. 1363. 17., 1364b, 9, 2813, 2935. κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

και πλιστονίκης, ὁ, Α
αυτός που νίκησε σε πάρα πολλούς αγώνες ή σε πάρα πολλά αγωνίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -νίκης (< νίκη)].