προσραπτέον

Revision as of 11:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A one must sew on, Plu.Lys.7, al.

Greek (Liddell-Scott)

προσραπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προσράπτω, δεῖ προσράπτειν, Πλουτ. Λύσ. 7, κτλ.

Greek Monotonic

προσραπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να ράψει, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσραπτέον, adj. verb. van προσράπτω, er moet aangenaaid worden.