προσραπτέον
English (LSJ)
A one must sew on, Plu.Lys.7, al.
Greek (Liddell-Scott)
προσραπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προσράπτω, δεῖ προσράπτειν, Πλουτ. Λύσ. 7, κτλ.
Greek Monotonic
προσραπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να ράψει, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσραπτέον, adj. verb. van προσράπτω, er moet aangenaaid worden.