προκυρόομαι
English (LSJ)
Pass.,
A to be ratified or confirmed before, ἐν τῷ -κεκυρωμένῳ ψαφίσματι Supp.Epigr.3.674A28 (Rhodes, ii B.C.); διαθήκη -κεκυρωμένη ὑπὸ τοῦ εοῦ Ep.Gal.3.17:—Med., Anon.Prog.in Rh.1.605 W.
Greek (Liddell-Scott)
προκῡρόομαι: Παθ., ἐπικυροῦμαι πρότερον, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. γ΄, 17, Βυζ.· ― Μέσ., Ρήτορες (Walz) 1. 605.
Greek Monotonic
προκῡρόομαι: Παθ., επιβεβαιώνομαι από πριν, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Pass. to be confirmed before, NTest.