ὀρτυγοκοπικός

Revision as of 14:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilled in the game, ib.108.

German (Pape)

[Seite 387] ή, όν, zum Wachtelschlagen gehörig, ὀνόματα, Poll. a. a. O.

Greek Monolingual

ὀρτυγοκοπικός, -ή, -όν (Α) ορτυγοκόπος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορτυγοκοπία ή αυτός που είναι έμπειρος στην ορτυγοκοπία.