ὑπεικτέον

Revision as of 14:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A one must give way or yield, S.Aj.668, Pl.Cri.51b.

German (Pape)

[Seite 1184] adj. verh. von ὑπείκω, man muß oder darf weichen, nachgeben; Soph. Ai. 653; Plat. Crit. 57 b, neben ἀναχωρητέον.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεικτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ὑπείκω, πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ, νὰ ἐνδώσῃ, Σοφ. Αἴ. 668, Πλάτ. Κρίτ. 51Β.

Greek Monotonic

ὑπεικτέον: ρημ. επίθ., αυτο στο οποίο κάποιος πρέπει να ενδώσει, υποταχθεί, σε Σοφ., Πλάτ.