σιδηρότρωτος
English (LSJ)
ον,
A wounded with iron, Sch.D Il.13.323.
German (Pape)
[Seite 880] mit Eisen verwundet, Schol. Il. 13, 323.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρότρωτος: -ον, ὁ τρωθείς, τετρωμένος διὰ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 323.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πληγώθηκε με σίδηρο, με ξίφος ή με μάχαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τρωτός (< τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό-τρωτος].