βαπτιστήριον
English (LSJ)
τό,
A swimming-bath, Plin.Ep.2.17.11.
German (Pape)
[Seite 431] τό, die Badstube, Plin. Ep. 2, 17; Taufzelle, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
βαπτιστήριον: τό, μέρος πρὸς κολύμβημα, λουτρόν, Πλιν. Ερ. 2.17. ΙΙ. τὸ βαπτιστήριον ἐκλησίας, κολυμβήθρα, Ἐκκλ., -- ὡσαύτως, βαπτιστήρ, ῆρος, ὁ, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): lat. baptisterium Plin.Ep.2.17.11, 5.6.25
1 pila en una casa de baños, Plin.ll.cc.
2 baptisterio edificio adjunto al templo, donde se administraba el bautismo ἡ μὲν ἐκκλησία καὶ τὸ ἅγιον β. πυρπολεῖται Ath.Al.Ep.Encycl.3.3, εἰς τὸν προαύλιον τοῦ βαπτιστηρίου οἶκον Gr.Nyss.M.46.420A, cf. SEG 32.1065 (Roma)
•fig. τὸ ὕδωρ ... εἰς τὸ ἡλίου βαπτιστήριον Melit.Fr.8.
Russian (Dvoretsky)
βαπτιστήριον: τό
1) ванная, баня Plin. J.;
2) купель NT.