λιγύκροτος

Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A loud-rattling, gloss on λιγυρώτατον, Suid.; cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 43] laut rauschend, lärmend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύκροτος: -ον, ἠχηρῶς κροτῶν, Σουΐδ.

Greek Monolingual

λιγύκροτος και λιγύκορτος, -ον (Α)
αυτός που κάνει δυνατό κρότο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + κρότος. Ο τ. λιγύκορτος από μετάθεση φθόγγων].