χαριδώτης

Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A joy-giver, epith. of Hermes, h.Hom.18.12, Plu.2.303d; of Dionysus, Id.Ant.24,2.613e, Jul.Caes.308d; of Zeus, Plu.2.1048c; Dor. χᾰρῐ-δώτας, of Dionysus, Africa Italiana 2.144 (Cyrene):—fem. χᾰρῐ-δῶτις, ιδος, Orph.H.55.9.

German (Pape)

[Seite 1336] ὁ, der Freudengeber; Beiw. des Hermes, H. h. 17, 2; auch des Bacchus, Plut. Ant. 24.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρῐδώτης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., ὁ δοτὴρ χαρᾶς, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. 17. 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. χαριδότης.

Greek Monolingual

και χαροδώτης και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. χαριδῶτις και χαροδῶτις, -ώτιδος, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει χαρά, χαριδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. πλουτο-δώτης.

Greek Monotonic

χᾰρῐδώτης: -ου, ὁ, αυτός που δίνει χαρά, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρῐδώτης: ου ὁ HH = χαριδότης.

Middle Liddell

χᾰρῐ-δώτης, ου, ὁ,
joy-giver, Hhymn.