χαριδῶτις

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

German (Pape)

[Seite 1336] ιδος, ἡ, fem. von χαριδώτης, Freudengeberinn, Orph. H. 8, 9. 54, 9.

Greek Monolingual

χαριδώτης και χαροδώτης και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. χαριδῶτις και χαροδῶτις, -ώτιδος, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει χαρά, χαριδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. πλουτοδώτης.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρῐδῶτις: -ιδος, θηλ. τοῦ χαριδώτης, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 9., 54. 9.