ἀστρόβλητος

Revision as of 16:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A = ἀστροβλής, sun-scorched, Id.Juv.470a32, Thphr.HP4.14.7.

German (Pape)

[Seite 377] = ἀστροβλής, Arist. Iuv. et Sen. 6; δένδρα, versengt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρόβλητος: ον = ἀστροβλής, «εἰ τοῦ θέρους ἰσχυρὰ συμβαίνει καύματα καὶ μὴ δύναται τὸ σπώμενον ἐκ τῆς γῆς ὑγρὸν καταψύχειν, φθείρεται μαρανόμενον, καὶ λέγεται σφακελίζειν καὶ ἀστρόβλητα γίνεσθαι τὰ δέντρα» Ἀριστ. π. νεότητος 6, 3, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4.14, 7, καθ’ Ἡσύχ. «ἀστροβλήτους· τοὺς ὑπὸ τοῦ κυνὸς βαλλομένους».

Spanish (DGE)

-ον
abrasado por el sol de las plantas agostado Thphr.HP 4.14.7, τὰ δένδρα Arist.Iuu.470a32, cf. Eust.1155.42.

Greek Monolingual

ἀστρόβλητος, -ον (Α)·αυτός που έχει καεί ή έχει μαραθεί από τον καυτό ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -βλητος < (θ.) βλη-, βάλλω].

Russian (Dvoretsky)

ἀστρόβλητος: пораженный солнечным ударом Arst.