ἀστρόβλητος
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ἀστρόβλητον, = ἀστροβλής, sun-scorched, Id.Juv.470a32, Thphr. HP 4.14.7.
Spanish (DGE)
-ον
abrasado por el sol de las plantas agostado Thphr.HP 4.14.7, τὰ δένδρα Arist.Iuu.470a32, cf. Eust.1155.42.
German (Pape)
[Seite 377] = ἀστροβλής, Arist. Iuv. et Sen. 6; δένδρα, versengt, Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρόβλητος: пораженный солнечным ударом Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρόβλητος: ον = ἀστροβλής, «εἰ τοῦ θέρους ἰσχυρὰ συμβαίνει καύματα καὶ μὴ δύναται τὸ σπώμενον ἐκ τῆς γῆς ὑγρὸν καταψύχειν, φθείρεται μαρανόμενον, καὶ λέγεται σφακελίζειν καὶ ἀστρόβλητα γίνεσθαι τὰ δέντρα» Ἀριστ. π. νεότητος 6, 3, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4.14, 7, καθ’ Ἡσύχ. «ἀστροβλήτους· τοὺς ὑπὸ τοῦ κυνὸς βαλλομένους».
Greek Monolingual
ἀστρόβλητος, -ον (Α)·αυτός που έχει καεί ή έχει μαραθεί από τον καυτό ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -βλητος < (θ.) βλη-, βάλλω].
Translations
sunny
Bulgarian: слънчев; Catalan: asolellat; Dutch: zonnig; Esperanto: suna, sunplena; Finnish: aurinkoinen; French: ensoleillé; Galician: solleiro, sollío, solloso; Greek: ηλιόλουστος, λιόλουστος, λιοπερίχυτος; Ancient Greek: ἀστροβλής, ἀστρόβλητος, ἐπαλής, εὐάλιος, εὔειλος, εὐήλιος, ἡλιόβλητος, ἡλιόβολος, πανήλιος, πολυήλιος, πρόσειλος, προσήλιος; Hungarian: napfényes, napos; Italian: soleggiato, soleggiata; Latin: apricus; Latvian: saulains; Macedonian: сончев; Maori: matanui; Plautdietsch: sonnich; Portuguese: ensolarado; Serbo-Croatian: sùnčan; Spanish: soleado; Ukrainian: сонячний