συντερμονέω

Revision as of 16:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A march with, border on, χώρᾳ Plb.1.6.4, 2.21.9.

Greek (Liddell-Scott)

συντερμονέω: εἶμαι συντέρμων, συνορεύω, τινι Πολύβ. 1. 6, 4., 2. 21, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être limitrophe de, τινι.
Étymologie: συντέρμων.

Greek Monotonic

συντερμονέω: μέλ. -ήσω, συνορεύω, είμαι όμορος με, γειτονικός με, τινί, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συντερμονέω: быть сопредельным, граничить (τῇ τῶν Λατίνων χώρᾳ Polyb.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to border on, τινί Polyb. [from συντέρμων