βομβυλιός

Revision as of 14:15, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

or βομβῠλι-ύλιος, ὁ,

   A buzzing insect: humble-bee, Ar.V.107, Isoc.10.12, Arist.HA623b12, 629a29; gnat, mosquito, Hsch.    2 cocoon of the silk-worm (v.l. βομβυλίς), Arist.HA551b12.    II narrow-necked vessel that gurgles in pouring, Hp.Morb.3.16, IG11(2).154A68 (Delos, iii B. C.), Socr. ap. Ath. 11.784d, Luc.Lex.7. (On the accent v. Hdn. Gr.1.116, al.)

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, 1) ein summendes Insekt, Hummel, Ar. Vesp. 107; Arist. H. A. 9, 40; sprichw. βομβυλιοὺς ἐπαινεῖν Isocr. 10, 12. – 2) = βομβύλη 2), Ath. XI, 784 c; B. A. 220; Luc. Lex. 7.

Greek (Liddell-Scott)

βομβῠλιός: ἢ -ύλιος, ὁ, ἔντομον βομβοῦν, μέλισσα, Ἀριστοφ. Σφηξ. 107, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 2 καὶ 43, 1· κώνωψ, Ἡσύχ. 2) τὸ ἔμβρυον ἢ ἡ χρυσαλλὶς τοῦ μεταξοσκώληκος (διάφ. γραφ. βομβυλίς) Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 19, 10· ἴδε Schneid. τόμ. 3. σ. 372. ΙΙ. ἀγγεῖον στενόλαιμον, τὸ ὁποῖον παράγει ἦχον κατὰ τὴν ἔκχυσιν τοῦ ἐν αὐτῷ ὕδατος, Ἱππ. 494. 55, ἴδε Ἀθήν. 784C, Α. Β. 220. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἐτυμ. Μ. 380).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
tout insecte bourdonnant (abeille, bourdon, mouche, etc.).
Étymologie: βόμβος.

Spanish (DGE)

(βομβῠλιός) -οῦ, ὁ

• Alolema(s): βομβύλιος Arist.HA 623b12, 629a29, Poll.10.68; βομβύλιον, -ου, τό Hp.Morb.3.16, Hp. en Gal.19.89, Clem.Al.Paed.2.10.107
I zool.
1 entom. gener. insecto que emite un zumbido esp. abejorro ὥσπερ μέλιττ' ἢ β. Ar.V.107, cf. Isoc.10.12, Arist.ll.cc., Sch.A.R.2.569, Phot.β 206
moscardón μέλισσα μεγάλη ἢ μυῖα Hsch., como tít. de una comedia de Antífanes, Ath.125f, 161e, pero cf. Βομβυκιός.
2 entom. crisálida del gusano de seda Arist.HA 551b12 (cód., pero cf. βομβυλίς), Clem.Al.l.c.
3 ict., un tipo de cefalópodo Gal.l.c. s.u. βολβιτία.
II recipiente de cuello estrecho que borbotea al verter el líquido, Hp.ll.cc., Antisth.64, IG 11(2).154A.68 (Delos III a.C.), Sch.A.R.2.569, Luc.Lex.7, Poll.6.98, 10.68, Hsch.β 802, cf. βομβύλη
recipiente para aceite, aceitera Phot.β 206.

Greek Monolingual

ο (AM βομβυλιός και βομβύλιος)
γένος Δίπτερων Εντόμων της οικογένειας Bombyliidae
αρχ.
1. ο βόμβυξ, η χρυσαλλίδα του μεταξοσκώληκα
2. στενόλαιμο αγγείο από το οποίο το υγρό βγαίνει με χαρακτηριστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βομβυλιός με τη σημ. «αγριομέλισσα» καθώς και με την αρχ. σημ. 2 σχηματίστηκε με βάση τη λ. βόμβος και επίθημα -υλ, -ενώ με την αρχ. σημ. 1 < βόμβυξ (Ι)].

Greek Monotonic

βομβῠλιός: ή -ύλιος, ὁ, έντομο που βουΐζει και ζουζουνίζει, μεγαλόσωμη αγριομέλισσα, μπούμπουρας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βομβῠλιός: или βομβύλιος
1) жужжащее насекомое (шмель, оса, пчела и т. п.) Arph., Arst.;
2) личинка шелкопряда Arst.;
3) узкогорлый сосуд (из которого жидкость льется с бульканьем) Luc.

Middle Liddell

[from βόμβος
an insect that hums or buzzes, a bumble-bee, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βομβυλιός en βομβύλιος -ου, ὁ βόμβος
1. zoemend insect hommel.
2. vaas met smalle hals. Hp.

English (Woodhouse)

humble-bee