γελωτοποιία

Revision as of 14:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
chiste, broma, payasada ἠρώτων αὐτὸν τί ὁρῶν ἐν τῇ γελωτοποιίᾳ μέγα ἐπ' αὐτῇ φρονοίῃ le pregunté qué veía en la broma para estar tan orgulloso de ella X.Smp.4.50, κωμική Luc.Salt.68, εἰς γελωτοποιΐαν τοῖς γράφουσι τοὺς μίμους Gal.2.644, cf. Poll.9.148, D.C.79.4.1, Procop.Arc.15.24, EM 218.15G.

Greek Monolingual

η (AM γελωτοποιΐα)
η ιδιότητα και η τέχνη του γελωτοποιού, το να προκαλεί κανείς γέλια στους άλλους.

Middle Liddell

[from γελωτοποιός
buffoonery, Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γελωτοποιία -ας, ἡ γελωτοποιός grappenmakerij.

English (Woodhouse)

buffoonery