ἀρρυσίαστος

Revision as of 15:20, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον,

   A not carried off as a hostage, A.Supp.610; not liable to distraint, D.H.6.41.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρῡσίαστος: -ον, ὁ μὴ ἀπαχθεὶς ὡς ὅμηρος, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δουλείαν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξύν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610, Διον. Ἁλ. 6. 41, «ἀρρυσίαστον· ἄσυλον ἀνε[νε]χυρίαστον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non pris comme butin.
Étymologie: ἀ, ῥυσιάζω.

Spanish (DGE)

(ἀρρῡσίαστος) -ον
1 de pers. no tomado como rehén ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους que nosotros vivamos libres en esta tierra, no sometidos a que nos tomen nada a cambio A.Supp.610.
2 de abstr. que no se puede tomar como fianza πᾶσα δ' ἐπιτιμία πολίτου Ῥωμαίου ἀ. ἀπό τε δανείου καὶ ἄλλου παντὸς συμβολαίου D.H.6.41, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀρρυσίαστος, -ον (Α) ρυσιάζω
αυτός που δεν έχει ή είναι αδύνατον να αιχμαλωτιστεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρῡσίαστος: не захваченный в качестве заложника (ἐλεύθερος καὶ ἀ. Aesch.).

English (Woodhouse)

not to be seized as hostage