και δωρ. τ. ῥυτιάζω Α ῥύσιον / ῥύτιον]
1. σύρω κάτι με τη βία, αρπάζω κάτι ως λάφυρο, αποσπώ
2. διαρπάζω («ῥυσιάζειν τὴν πόλιν», Διόδ. Σικ.)
3. παθ. ῥυσιάζομαι
(στη Ρώμη σχετικά με τους οφειλέτες) σύρομαι με τη βία
4. (το απαρμφ. μέσ. ενεστ.) ῥυσιάζεσθαι
(κατά τον Φώτ.) «ἐνεχυριάζειν».