διαφρουρέω

Revision as of 14:55, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to keep one's post: metaph., διαπεφρούρηται βίος A.Fr. 265.

German (Pape)

[Seite 612] einen Wachtposten bis ans Ende behaupten, übertr., διαπεφρούρηται βίος, Aesch. frg. 248.

Greek (Liddell-Scott)

διαφρουρέω: φυλάττω ὡς φρουρὸς τὴν θέσιν μου μέχρι τέλους, μεταφ., διαπεφρούρηται βίος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 263.

Russian (Dvoretsky)

διαφρουρέω: нести стражу до конца: διαπεφρούρηται βίος Aesch. жизненная вахта окончена.