προσέκκειμαι
English (LSJ)
A to be announced, set forth in addition, dub.l. in PLille 4.15 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 758] (s. κεῖμαι), dabei-, daraus- oder hervorliegen, dabei hervorragen, Philostr. u. a. Sp.
Greek Monolingual
Α
κοινοποιούμαι επιπροσθέτως («τὴν προσεκκειμένην ἀγορὰν τοῦ οἴνου», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκκεῖμαι «ανακοινώνομαι, κοινοποιούμαι»].