ἀναπληρωτέον

Revision as of 14:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A one must fill up, supply, Plu.Cim.2, Gp.9.11.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπληρωτέον: ῥηματ. ἐπιθ., πρέπει τις ν’ ἀναπληρώσῃ, Πλουτ. Κίμ. 2.

Spanish (DGE)

hay que llenar τοὺς ... διακένους τόπους Gp.9.11.3
fig. satisfacer τὴν ἀλήθειαν Plu.Cim.2.

Greek Monotonic

ἀναπληρωτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρεπει κάποιος να αναπληρώσει, σε Πλούτ.