ὁ, Att. for κόσσυφος.
[Seite 1494] ὁ, att. = κόσσυφος.
κόττῠφος: ὁ, Ἀττ. ἀντὶ κόσσυφος.
att. p. κόσσυφος.
κόττυφος, ὁ (Α)βλ. κότσυφας.
κόττῠφος: ὁ атт. = κόσσυφος.