ἐπαγωγεύς

Revision as of 21:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A coat of clay on a wall, IG22.1672.61 (fort. pro ὑπ- legendum, Ar.Av.1149, sed cf. ἐξυπάγω).

German (Pape)

[Seite 894] ὁ, bei Poll. 8, 101 οἱ τὰς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγωγεύς: έως, ὁ, Πληθ. «ἐπαγωγεῖς, οἳ τὰς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες· ἦσαν δὲ προικός, ἐρανικοί, ἐμπορικοί» Πολυδ. Η΄, 101 (ἀλλ’ ὁ Βεκκῆρος ἐξέδωκεν «εἰσαγωγεῖς, οἳ τὰς ἐμμήνους δίκας εἰσάγοντες», κτλ.), ὡς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἀθην. Πολιτ. (σ. 74, 10, ἔκδ. Blass), κληροῦσι δὲ καὶ εἰσαγωγέας ε΄ ἄνδρας, οἳ τὰς ἐμμήνους εἰσάγουσι δίκας.