ἐπαγωγεύς
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
-έως, ὁ, coat of clay on a wall, IG22.1672.61 (fort. pro ὑπ- legendum, Ar.Av.1149, sed cf. ἐξυπάγω).
German (Pape)
[Seite 894] ὁ, bei Poll. 8, 101 οἱ τὰς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγωγεύς: έως, ὁ, Πληθ. «ἐπαγωγεῖς, οἳ τὰς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες· ἦσαν δὲ προικός, ἐρανικοί, ἐμπορικοί» Πολυδ. Η΄, 101 (ἀλλ’ ὁ Βεκκῆρος ἐξέδωκεν «εἰσαγωγεῖς, οἳ τὰς ἐμμήνους δίκας εἰσάγοντες», κτλ.), ὡς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἀθην. Πολιτ. (σ. 74, 10, ἔκδ. Blass), κληροῦσι δὲ καὶ εἰσαγωγέας ε΄ ἄνδρας, οἳ τὰς ἐμμήνους εἰσάγουσι δίκας.