Aeol. for διαβάλλω,= ἐξαπατῶ, Hsch., EM406.42.
ζαβάλλω: Αἰολ. ἀντὶ διαβάλλω, Ἡσύχ., Ε. Μ.
ζαβάλλω (Α)(αιολ. τ.), βλ. διαβάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα «διά» + βάλλω].