ζαβάλλω

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζαβάλλω Medium diacritics: ζαβάλλω Low diacritics: ζαβάλλω Capitals: ΖΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: zabállō Transliteration B: zaballō Transliteration C: zavallo Beta Code: zaba/llw

English (LSJ)

Aeol. for διαβάλλω, = ἐξαπατῶ, Hsch., EM406.42.

Greek (Liddell-Scott)

ζαβάλλω: Αἰολ. ἀντὶ διαβάλλω, Ἡσύχ., Ε. Μ.

Greek Monolingual

ζαβάλλω (Α)
(αιολ. τ.), βλ. διαβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα «διά» + βάλλω].