λαϊνόχειρ

Revision as of 09:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

σκληρόχειρ, Hsch.

Greek Monolingual

λαϊνόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκληρόχειρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος «πέτρινος» + χείρ (πρβλ. αριστερό-χειρ, κρατερό-χειρ].