παραληπτέον

Revision as of 11:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(παραλαμβάνω)

   A one must take to oneself, [[[γυναῖκα]]] Antip.Stoic.3.257 ; one must provide oneself with, μάρτυρας D.34.30.    2 one must apply remedies, etc., Sor.2.10, Gal.12.519, Philum. ap. Orib.45.29.15 ; τὸ τοῦ λύχνου φέγγος π. Herod.Med.inRh.Mus.58.71.    II Adj. -ληπτέος, α, ον, to be applied or employed, π. ὁ κλυστήρ Ruf.Fr.80 ; π. ἁλτῆρες Philostr.Gym.55.

Greek (Liddell-Scott)

παραληπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ παραλαμβάνω, πρέπει τις νὰ προσλάβῃ, νὰ παραλάβῃ δι’ ἑαυτόν, γυναῖκα Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 419. 3· πρέπει τις νὰ προσαγάγῃ, μάρτυρας Δημ. 916. 4.

Greek Monotonic

παραληπτέον: ρημ. επίθ. του παραλαμβάνω, αυτό που πρέπει να παρουσιαστεί, μάρτυρας, σε Δημ.