παραληπτέον
From LSJ
English (LSJ)
(παραλαμβάνω)
A one must take to oneself, (γυναῖκα) Antip.Stoic.3.257; one must provide oneself with, μάρτυρας D.34.30.
2 one must apply remedies, etc., Sor.2.10, Gal.12.519, Philum. ap. Orib.45.29.15; τὸ τοῦ λύχνου φέγγος π. Herod.Med.inRh.Mus.58.71.
II Adj. παραληπτέος, α, ον, to be applied or employed, π. ὁ κλυστήρ Ruf.Fr.80; π. ἁλτῆρες Philostr.Gym.55.
Greek (Liddell-Scott)
παραληπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ παραλαμβάνω, πρέπει τις νὰ προσλάβῃ, νὰ παραλάβῃ δι’ ἑαυτόν, γυναῖκα Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 419. 3· πρέπει τις νὰ προσαγάγῃ, μάρτυρας Δημ. 916. 4.
Greek Monotonic
παραληπτέον: ρημ. επίθ. του παραλαμβάνω, αυτό που πρέπει να παρουσιαστεί, μάρτυρας, σε Δημ.