φλιδών

Revision as of 12:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A fold, wrinkle, Hsch. (pl.). φλίεθος· καρποφόρος, Id.

Greek (Liddell-Scott)

φλιδών: -όνος, πτυχὴ ἢ ῥυτίς, «φλιδόνες· τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες· τινὲς δὲ σφυγμοί» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλιδόνες
τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες, τινὲς δὲ σφυγμοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι-δ- (βλ. λ. φλίω), πρβλ. χλίδων: χλιδή: χλίω.