poet. for ἀνατρέπω.
[Seite 265] poet. = ἀνατρέπω.
ἀντρέπω: ποητ. ἀντὶ ἀνατρέπω (ὃ ἴδε).
poét. c. ἀνατρέπω.
v. ἀνατρέπω.
ἀντρέπω: ποιητ. αντί ἀνα-τρέπω.
ἀντρέπω: поэт. = ἀνατρέπω.