ὄφελμα

Revision as of 17:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(A), ατος, τό, (ὀφέλλω B)

   A increase, advantage, S.Fr.1079.
ὄφελμα (B), ατος, τό, (ὀφέλλω C)

   A broom, Hippon.51, Eust.1887.34, Hsch. (pl.).

German (Pape)

[Seite 425] τό, Vermehrung, Vergrößerung, Förderung, Soph. frg. 926 bei Phot., der es αὔξημα erkl.; – der Kehrbesen und das damit Zusammengefegte, Kehricht, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὄφελμα: τό, (ὀφέλλω Β) αὔξημα, Σοφ. Ἀποσπ. 925. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄφελμα· αὔξημα, κάλυμμα, κάλλυντρον», καὶ «ὀφέλμασι· σαρώμασι».

Russian (Dvoretsky)

ὄφελμα: ατος τό приумножение, увеличение, расширение Soph.