σιτοπώλης

Revision as of 17:55, 9 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3-$4")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A corn-merchant, corn-factor, κατὰ τῶν σ., title of Lys.22, cf. Arist.HA578a1 (v.l. -πώλους), SIG589.62 (Magn. Mae., ii B.C.): fem. Adj. σῑτοπώλ-πωλις, ιδος, ἀγορά BMus.Inscr.413.6 (Priene).

German (Pape)

[Seite 886] ὁ, Getreideverkäufer, Getreidehändler, vgl. Lys. or. 22, die gegen sie gehalten ist.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν σῖτον, ἔμπορος σίτου, Λυσ. Λόγ. 22 (κατὰ τῶν Σιτοπωλῶν), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 3 (ἔνθα ὁ Βεκκῆρ.-πώλους).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de blé, de céréales.
Étymologie: σῖτος, πωλέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. τ. σιτόπωλις -ώλιδος, Α
αυτός που πουλάει σιτάρι, σιτέμπορος
αρχ.
το θηλ. ως επίθ. φρ. «σιτόπωλις ἀγορά» — αγορά όπου πωλείται σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -πώλης].

Russian (Dvoretsky)

σῑτοπώλης: ου ὁ хлеботорговец Lys.