κοσμητήριον

Revision as of 11:12, 5 September 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό,

   A dressing groom, changing room, locker room, changeroom, Paus.2.7.5.    II = κόσμητρον, Hsch.s.v. κάλλυντρα.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητήριον: τό, δωμάτιον τοῦ ἱματισμοῦ, τῆς ἐνδύσεως καὶ τοῦ καλλωπισμοῦ, καλλυντήριον, Παυσ. 2. 7, 5. ΙΙ. = κόσμητρον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κοσμητήριον, τὸ (Α) κοσμώ
θήκη αγαλμάτων που προσάγονταν στους μύστες κατά την τέλεση τών μυστηρίων.