μωρούμαι

Revision as of 18:59, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

μωροῦμαι, -όομαι (Α) μωρός
1. καθίσταμαι μωρός, νωθρός, αδρανής, εμβρόντητος, μένω με ανοιχτό το στόμα
2. (η μτχ. παρακμ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεμωρωμένα
η μωρία (Ιπποκρ.).