κίκινος

Revision as of 17:31, 30 November 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

η, ον,

   A made from the castor-oil tree, ἔλαιον Dsc.1.32, Gal.11.870.

German (Pape)

[Seite 1437] vom Wunderbaume gemacht, ἔλαιον, Ricinusöl, Diosc. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κίκῐνος: -η, -ον, παρασκευαζόμενος ἐκ τοῦ δένδρου κίκι. ἔλαιον Διοσκ. 1. 38, Γαλην.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κίκινος, -ίνη, -ον) κίκι
αυτός που παρασκευάζεται από τον καρπό του φυτού κίκι.