ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
P. and V. διαβάλλω, διαβάλλειν, P. βασκαίνειν, Ar. and P. συκοφαντεῖν, V. κερτομεῖν.