besiege
From LSJ
τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
Ar. and P. πολιορκεῖν, P. προσκαθέζεσθαι, περικαθῆσθαι, προσκαθῆσθαι, περιτειχίζειν, τειχήρη ποιεῖν, P. and V. κυκλοῦσθαι.
be besieged: also V. πυργηρεῖσθαι.
join in besieging, verb transitive: P. συμπολιορκεῖν.
besiege in retaliation, verb transitive: ἀντιπολιορκεῖν.